παρθένευμα

παρθένευμα
τὸ, Α [παρθενεύω]
1. εργασία, δουλειά για κορίτσια
2. στον πληθ. τὰ παρθενεύματα
ασχολίες ή διασκεδάσεις παρθένων, όπως λ.χ. τα κεντήματα, τα ποικίλματα κ.ά.
3. φρ. «νόθον παρθένευμα» — παιδί ανύπαντρης γυναίκας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρθένευμα — pursuits neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένευμ' — παρθένευμα , παρθένευμα pursuits neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενεύμασιν — παρθένευμα pursuits neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”